χρυσολάχανον

χρυσολάχανον
χρυσολάχανον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρυσολάχανον — τὸ, Α είδος λάχανου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λάχανον] …   Dictionary of Greek

  • χρυσολαχάνου — χρυσολάχανον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσολαχάνων — χρυσολάχανον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσολάχανα — χρυσολάχανον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek

  • ωχεί — Α (κατά τον Διοσκ.) «ἀτράφαξις, οἱ δὲ χρυσολάχανον... Αἰγύπτιοι ὠχεῑ» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”